- χρυσόπλεχτος
- -η, -οχρυσοπλεγμένος, χρυσοκέντητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσόπλεκτος — και χρυσόπλεχτος, η, ο, Ν πλεγμένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπλέκω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χριστ. Περραιβό] … Dictionary of Greek